τυντλώδης

τυντλώδης
τυντλ-ώδης, ες,
A muddy, λόγος ([etym.] οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυντλώδης — muddy masc/fem acc pl (attic epic doric) τυντλώδης muddy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τυντλώδης muddy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυντλώδης — ῶδες, Α [τύντλος) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης 2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός» …   Dictionary of Greek

  • τυντλώδους — τυντλώδης muddy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”